- πρωτόδοτος
- -ον, ΜΑ(κυρίως για την άμεση γνώση τού θεού) αυτός που έχει δοθεί πρώτος ή για πρώτη φορά.επίρρ...πρωτοδότως ΜΑμε τρόπος πρωτοδοσμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + δοτός (< δίδωμι), πρβλ. θεόσ-δοτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ՆԱԽԱՏՈՒՐ — ( ) NBH 2 0398 Chronological Sequence: 8c, 10c ա. πρωτόδοτος prius datus, primitivus. Նախ՝ կանխաւ՝ ʼի հնումն տուեալ. զառաջինն անընդմէջ աւանդեալ. նախապարգեւ. առաջուց տուած. ... *Դարման օրինին՝ նախատուր կտակին. Նար. խչ.: *Նախատուր գիտութեան եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)